- μαυρ-
- первая часть сложных слов, означ. чёрный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκκινάδι — το (Μ κοκκινάδι) 1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα 2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών νεοελλ. το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη τού σώματος ή το κόκκινο χρώμα… … Dictionary of Greek
μαυρίδα — η μαυρίλα, μελανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μαυρίλα το δ ανομοιωτικώς ή κατ επίδραση τών μαυράδι, μαυρ(ε)ιδερός κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
πυκνίλα — η, Ν πυκνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + κατάλ. ίλα (πρβλ. μαυρ ίλα)] … Dictionary of Greek
σκασίλα — και σκαΐλα, η, Ν 1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια 2. φρ. «σκασίλα μου!» ή «σκασίλα που μ έφαγε!» ή «είχα μια σκασίλα!» ειρων. δεν μέ νοιάζει καθόλου, δεν δίνω δεκάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάση + κατάλ. ίλα (πρβλ. μαυρ ίλα)] … Dictionary of Greek
χοντράδι — το, Ν 1. χοντρό απόξεσμα νημάτων ή ερίων, γνάφαλο 2. μικρός σκληρός όγκος σε μαλακό υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι, μαυρ άδι)] … Dictionary of Greek